αμπαλάρισμα

αμπαλάρισμα
το [αμπαλάρω]
συσκευασία σε δέματα ή κιβώτια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αμπαλάρισμα — το (λ. γαλλ.), ατος, συσκευασία σε δέμα: Δεν είχαν κάνει καλό αμπαλάρισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμπαλάρω — συσκευάζω σε δέματα ή κιβώτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. emballer «συσκευάζω» + κατάλ. άρω. ΠΑΡ. αμπαλάρισμα, αμπαλαρισμένος] …   Dictionary of Greek

  • συσκευασία — η, ΝΑ [συσκευάζω] νεοελλ. 1. τεχνολ. η τεχνολογία και η μέθοδος κατάλληλης τακτοποίησης ενός αγαθού σε δέμα ή κιβώτιο για μεταφορά, αποθήκευση και πώληση, κν. αμπαλάζ ή αμπαλάρισμα 2. το εξωτερικό περίβλημα ενός τυποποιημένου εμπορεύματος, που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”